- τετραπαλαιστιαῖος
- τετρᾰ-πᾰλαιστιαῖος, α, ον, = sq., Orib. 49.23.3, Gp.5.44.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραπαλαιστιαίος — αία, ον, ΜΑ τετραπάλαιστος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετραπάλαιστος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τετραπαλαιστιαίων — τετραπαλαιστιαῖος fem gen pl τετραπαλαιστιαῖος masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετραπαλαιστιαίους — τετραπαλαιστιαῖος masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)